- ἐμφαίνει
- ἐμφαίνωexhibitpres ind mp 2nd sgἐμφαίνωexhibitpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανέμφαντος — ἀνέμφαντος, ον (Α) [εμφαίνω] αυτός που δεν εμφαίνει, δεν δηλώνει κάτι … Dictionary of Greek
εμφαίνω — (AM ἐμφαίνω) 1. δείχνω, φανερώνω («σάρκωσιν ἐμφαίνουσα ἀρρήτου λόγου») 2. απρόσ. εμφαίνεται φαίνεται, είναι φανερό μσν. 1. (για φως) εκπέμπω 2. σχηματίζω 3. (αμτβ.) εμφανίζομαι, φαίνομαι, παρουσιάζομαι 4. φαίνομαι όμοιος με κάποιον, μοιάζω αρχ.… … Dictionary of Greek
ομοφυλία — η (ΑΜ ὁμοφυλία) [ομόφυλος] ταυτότητα ή ομοιότητα τής φυλής ή τού γένους, συγγένεια («τὸ γὰρ τῶν Ἀρμενίων ἔθνος καὶ τὸ τῶν Σύρων καὶ Ἀράβων πολλὴν ὁμοφυλίαν ἐμφαίνει κατά τε τὴν διάλεκτον...», Στράβ.) νεοελλ. 1. ομάδα φυλών ή εθνών που συγγενεύουν … Dictionary of Greek